- πέροδος
- πέροδοςgoing roundfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέροδος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. περίοδος … Dictionary of Greek
περόδοις — πέροδος going round fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέροδον — πέροδος going round fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… … Dictionary of Greek